-
1 αγαθό
-
2 αγαθό(ν)
τό1) благо, добро;παραγωγή υλικών αγαθών — производство материальных благ;
όλα τα αγαθά τού πολιτισμού — все блага цивилизации;
2) πλ. добро, имущество;έχει όλα τα αγαθά — он имеет всё
-
3 αγαθό(ν)
τό1) благо, добро;παραγωγή υλικών αγαθών — производство материальных благ;
όλα τα αγαθά τού πολιτισμού — все блага цивилизации;
2) πλ. добро, имущество;έχει όλα τα αγαθά — он имеет всё
-
4 Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία
Κάλλιο φτωχός υγιής, παρά πλούσιος άρρωστος– Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία• Здоровье дороже денег• Деньги потерял – ничего не потерял, время потерял – много потерял, здоровье потерял – все потерял• Здоров будешь – все добудешьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία
-
5 αγαθοδαιμονιασται
οἱ пьющие во славу благого божества, т.е. чуть отпивающие, мало пьющие Arst. -
6 αγαθοδαιμονισται
οἱ пьющие во славу благого божества, т.е. чуть отпивающие, мало пьющие Arst. -
7 αγαθοειδης
-
8 αγαθοεργια
-
9 αγαθοεργος
2, стяж. ἀγαθουργός 2благодетельный(θεοί Plut.)
οἱ ἀγαθοεργοί — заслуженные граждане (в Спарте 5 старейших всадников, назначавшихся послами заграницу) Her. -
10 αγαθοποιεω
-
11 άκρος
α, ον1) см. ακραίος; 2) предельный, совершенный, полнейший;άκρον αγαθό — высшее благо;
άκράσκοπη — полное молчание;
άκρα γαλήνη — полнейшая тишина;
άκρα ευτυχία — предельное счастье;
μετ· άκρας προσοχής — с исключительным вниманием;
3) чрезмерный;άκρα επιμέλεια — чрезмерная забота;
§ άκρα χείρ — пальцы руки;
άκρος χαρακτήρας — непримиримый характер;
άκρον άωτον — предел, вершина;
φθάνω εις το άκρον άωτον — достигать предела (чего-л.);
εις άκρον — в высшей степени
-
12 πνεύμα
τό1) е разя. знач дух;μαχητικό ( — или πολεμικό) πνεύμα — боевой дух;
||γιον πνεύμα рел — святой дух;
τό αγαθό πνεύμα — добрый дух;
πονηρόν πνεύμα — злой дух, лукавый, чёрт;
τα κακά πνεύματα злые духи;ετοιμάτης τού πνεύματος присутствие духа;έξαψις πνεύμάτων — брожение умов;
τό πνεύμα τού νόμου — дух закона;
τό πνεύμα της διαταγής — сущность приказа;
στο πνεύμα τού μαρξισμού — в марксистском духе;
σύμφωνα με το πνεύμα της επο-
χής в духе времени;με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης — в духе взаимопонимания;
εν πνεύματι αμοιβαίας εμπιστοσύνης в обстановке взаимного доверия;2) ум; интеллект; остроумие;τα μεγάλα πνεύματα великие умы;πνεύμα εφευρετικό — изобретательный ум;
έχω επιχειρηματικό πνεύμα — быть предприимчивым;
έχει πολύ πνεύμα — он очень остроумен, находчив;
κάνω πνεύμα — острить;
3) грам, знак придыхания;4) хим. спирт, алкоголь; § πτωχός τω πνεύματι рел, перен. нищий духом;παρέδωκε το πνεύμα — он испустил дух, отдал богу душу; — умер, скончался;
τό μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής — сильный духом, но немощный телом
-
13 υπέρτατος
-
14 Κάλλιο φτωχός υγιής, παρά πλούσιος άρρωστος
Κάλλιο φτωχός υγιής, παρά πλούσιος άρρωστος– Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία• Здоровье дороже денег• Деньги потерял – ничего не потерял, время потерял – много потерял, здоровье потерял – все потерял• Здоров будешь – все добудешьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο φτωχός υγιής, παρά πλούσιος άρρωστος
См. также в других словарях:
αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… … Dictionary of Greek
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… … Dictionary of Greek
αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ζήνων ο Κιτιεύς — (Κίτιο, Κύπρος 336; – 264 π.Χ.). Φιλόσοφος, ιδρυτής της στωικής σχολής. Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο. Διαβάζοντας όμως τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, αποφάσισε να στραφεί στη φιλοσοφία. Ταξίδεψε τότε στην Αθήνα και έγινε μαθητής του κυνικού … Dictionary of Greek
σημαντική ή σημασιολογία — Γενική θεωρία και ιστορική μελέτη της σημασίας των λέξεων. Η σ. πήρε το όνομά της από το Μισέλ Μπρεάλ που, το 1883, πρότεινε να ονομαστεί έτσι (γαλλικά semantique από τη ρίζα του ελληνικού ρήματος σημαίνω) το μέρος της γλωσσολογίας που αναφέρεται … Dictionary of Greek
αγαθός — ή, ό 1. καλός, ενάρετος: Ήταν άνθρωπος του Θεού, αγαθός κι απονήρευτος. 2. αφελής, απλοϊκός: Ήταν ο καημένος πολύ αγαθός και συχνά την πάθαινε. 3. το ουδ. ως ουσ., αγαθό σημαίνει το καλό, η ωφέλεια, το κέρδος: Η υγεία είναι το πολυτιμότερο αγαθό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μίθρας — Αρχαία θεότητα των Αρίων. Η ινδική (βεδική) θρησκεία τον κατέταξε μεταξύ των σπουδαιότερων θεών του πανθέου της, ενώ στην Περσία, ο ζωροαστρισμός μεταξύ των δαιμόνων. Με την πάροδο του χρόνου όμως ο ζωροαστρισμός τον δέχτηκε ως υπέρτατο άγιο… … Dictionary of Greek